λαφυροπώλης

λαφυροπώλης
ο (Α λαφυροπώλης)
αυτός που αγοράζει συνολικά τα λάφυρα για λειανική πώληση, μεταπωλητής λαφύρων («καὶ λαφυροπώλας καταστήσαντες ἐπώλουν», Ξεν.)
αρχ.
στον πληθ. οἱ λαφυροπῶλαι
(στη Σπάρτη) αξιωματικοί στην υπηρεσία τού βασιλιά που φρόντιζαν για τα λάφυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάφυρον + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. λαχανο-πώλης, μυρο-πώλης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαφυροπώλας — λαφῡροπώλᾱς , λαφυροπώλης seller of booty masc acc pl λαφῡροπώλᾱς , λαφυροπώλης seller of booty masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • λαφυροπωλία — λαφυροπωλία, ἡ (Α) [λαφυροπώλης] η πώληση λαφύρων …   Dictionary of Greek

  • λαφυροπώλιον — και λαφυροπωλεῑον, τὸ (Α) [λαφυροπώλης] 1. τόπος όπου πουλούσαν τα λάφυρα («αὐτοὶ πειρατεύοντες ἢ τοῑς πειραταῑς λαφυροπώλια καὶ ναύσταθμα παρέχοντες», Στράβ.) 2. (ο τ. λαφυροπώλιον) πώληση λαφύρων …   Dictionary of Greek

  • λαφυροπῶλαι — λαφῡροπῶλαι , λαφυροπώλης seller of booty masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαφυροπώλαις — λαφῡροπώλαις , λαφυροπώλης seller of booty masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαφυροπώλην — λαφῡροπώλην , λαφυροπώλης seller of booty masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαφυροπώλῃ — λαφῡροπώλῃ , λαφυροπώλης seller of booty masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”