λαφυροπώλας — λαφῡροπώλᾱς , λαφυροπώλης seller of booty masc acc pl λαφῡροπώλᾱς , λαφυροπώλης seller of booty masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
λαφυροπωλία — λαφυροπωλία, ἡ (Α) [λαφυροπώλης] η πώληση λαφύρων … Dictionary of Greek
λαφυροπώλιον — και λαφυροπωλεῑον, τὸ (Α) [λαφυροπώλης] 1. τόπος όπου πουλούσαν τα λάφυρα («αὐτοὶ πειρατεύοντες ἢ τοῑς πειραταῑς λαφυροπώλια καὶ ναύσταθμα παρέχοντες», Στράβ.) 2. (ο τ. λαφυροπώλιον) πώληση λαφύρων … Dictionary of Greek
λαφυροπῶλαι — λαφῡροπῶλαι , λαφυροπώλης seller of booty masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαφυροπώλαις — λαφῡροπώλαις , λαφυροπώλης seller of booty masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαφυροπώλην — λαφῡροπώλην , λαφυροπώλης seller of booty masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαφυροπώλῃ — λαφῡροπώλῃ , λαφυροπώλης seller of booty masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)